Ιογενείς ηπατίτιδες και μόνιμο μακιγιάζ
Aπό τους:
Γιάννη ΔΡΙΚΟ, γαστρεντρολόγο – ηπατολόγο
Δήμητρα ΣΚΟΥΡΑ, permanent make up artist
Η ηπατίτιδα είναι έντονη φλεγμονή του συκωτιού, που προκαλείται από ιούς. Έως τώρα είναι γνωστοί 5 διαφορετικοί τύποι ιογενούς ηπατίτιδας: A, B, C, D, E. Οι τύποι αυτοί διαφέρουν τόσο στον τρόπο μετάδοσης στον οργανισμό, όσο και στον βαθμό που μπορεί να επηρεάσουν την καλή λειτουργία του. Οι ηπατίτιδες Α και Ε, που αποτελούν ήπιες μορφές της ασθένειας, μεταδίδονται με μολυσμένα τρόφιμα ή μολυσμένο νερό. Οι ηπατίτιδες Β, C και D, που αποτελούν τις σοβαρότερες μορφές ηπατίτιδας, μεταδίδονται μετά από επαφή με μολυσμένο ανθρώπινο αίμα ή σεξουαλική επαφή (ιδίως η Β). Οι Β και C επηρεάζουν το ήπαρ για περισσότερο χρονικό διάστημα και είναι πολύ συχνές. Σήμερα, περισσότεροι από 500.000.000 άνθρωποι στον κόσμο, και περίπου 550.000 Έλληνες, είναι φορείς των τύπων Β και C, που είναι οι πιο επικίνδυνες μορφές της πάθησης.
Πόσο βλαβερές είναι οι ηπατίτιδες για το ήπαρ;
Οι ηπατίτιδες πλήττουν κυρίως το ήπαρ, με πολύ σοβαρές συνέπειες για την υγεία μας, αφού πρόκειται για το σημαντικότερο όργανο που έχει σχέση με τη διατήρησή μας στη ζωή. Εκτελεί σημαντικές λειτουργίες που μας κρατούν υγιείς: απομακρύνει τις δηλητηριώδεις ουσίες (αλκοόλ, φάρμακα κ.ά.) και παράγει τα απαραίτητα για τη λειτουργία του οργανισμού στοιχεία (λιπαρά, πρωτεϊνες, χοληστερόλη κ.ά.). Όταν αυτό το όργανο έχει υποστεί βλάβες και δεν λειτουργεί σωστά, θέτει τη ζωή μας σε κίνδυνο. Ειδικά η ηπατίτιδα C μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη βλάβη του ήπατος και να χρειαστεί ακόμη και μεταμόσχευση. Στην Ελλάδα, οι ειδικοί εκτιμούν ότι, εξαιτίας της ηπατίτιδας C, το 30% αυτών των ατόμων θα αναπτύξουν κίρρωση ύστερα από 15-25 χρόνια έκθεσης στον ιό, ενώ ηπατοκυτταρικός καρκίνος μπορεί να αναπτυχθεί ύστερα από 5-10 χρόνια από την κίρρωση, σε ποσοστό 3-4% κατά έτος παρακολούθησης.
Η φυσική ιστορία της ηπατίτιδας Β
Ο ιός της υπατίτιδας Β (HBV) είναι 50-100 φορές πιο μολυσμαντικός σε σχέση με τον ιό ΗΙV, που προκαλεί το AIDS. Αποτελεί τον δεύτερο γνωστό καρκινογόνο παράγοντα μετά το κάπνισμα, γιατί έχει ανάλογο γονιδίωμα με το δικό μας και ενσωματώνεται σε αυτό προκειμένου να επιβιώσει. Οι μητέρες που είναι θετικές στην ηπατίτιδα Β, σχεδόν πάντα μεταδίδουν τον ιό στο αγέννητο μωρό τους. Οι άνδρες έχουν τρεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα από τις γυναίκες να μολυνθούν από ηπατίτιδα Β.
Το πιο επικίνδυνο είναι ότι οι ηπατικές νόσοι συχνά δεν παρουσιάζουν προειδοποιητικά σημάδια ή συμπτώματα, οπότε τα μολυσμένα άτομα, μη γνωρίζοντας, εφόσον δεν έχουν εμβολιαστεί, συνεχίζουν να μεταδίδουν τον ιό, ενώ για τα ίδια οι επιπλοκές (ηπατική ανεπάρκεια, κίρρωση, καρκίνος ήπατος) παραμένουν χωρίς να διαγνωστούν ίσως για πολλά χρόνια. Η ηπατίτιδα Β είναι αθόρυβη ασθένεια, η οποία μπορεί όμως να αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Για όσους νοσούν, οι σύγχρονες θεραπείες μπορούν σε καλύτερο βαθμό, σε σχέση με το παρελθόν, να ελέγξουν τη χρόνια ηπατίτιδα και κατ’ επέκταση τις επιπλοκές της, οι οποίες μπορεί να είναι και απειλητικές για τη ζωή των ασθενών. Επίσης, νεότερα φάρμακα, που αποτελούν το μέλλον σε θεραπευτικά αδιέξοδα της φαρμακευτικής αντιμετώπισης της χρόνιας ηπατίτιδας, υπόσχονται καλύτερη ανταπόκριση της νόσου. Ορισμένα φάρμακα δρουν ενισχύοντας της ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στη λοίμωξη, ενώ άλλα, παρεμβαίνοντας με άμεσο τρόπο στις διεργασίες που χρησιμοποιεί ο ιός για να πολλαπλασιάζεται, μειώνουν την ποσότητά του στο αίμα. Ο HBV πολλαπλασιάζεται και εκφράζεται και σε άλλα όργανα, εκτός από το ήπαρ. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την υποτροπή της νόσου, ύστερα από επιτυχή μεταμόσχευση του ήπατος.
Συνδυασμός D και Β
Η μετάδοση της D (ΗDV) γίνεται σε φορέα της Β, αφού η συγκεκριμένη μορφή ηπατίτιδας δεν επιβιώνει από μόνη της. Γι’ αυτό το εμβόλιο για την Β παρέχει συνολική προστασία. Η θεραπευτική αγωγή για τη Β δεν είναι αρκετά δραστική κατά του ιού της D, αλλά όσο λιγοστεύουν τα κρούσματα της Β, τόσο μειώνεται και ο αριθμός των φορέων της D.
Η ηπατίτιδα D είναι συνήθως καλοήθης, εκτός αν η γυναίκα είναι έγκυος. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να εξελιχθεί σε κεραυνοβόλο ηπατίτιδα. Η χρόνια ηπατίτιδα D παρουσιάζει φυσική πορεία, η οποία γενικά θεωρείται βαρύτερη από της χρόνιας ηπατίτιδας Β. Καταλήγει αρκετά πιο γρήγορα σε κίρρωση του ήπατος με ηπατική ανεπάρκεια, σε μερικούς όμως ασθενείς η δραστικότητα της νόσου υποχωρεί ή εξελίσσεται με πολύ βραδύ ρυθμό.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ οξείας και χρόνιας ηπατίτιδας B και C;
Και οι δυο ηπατίτιδες μπορεί να είναι είτε οξείες (λοίμωξη που διαρκεί λιγότερο από 6 μήνες) είτε χρόνιες (λοίμωξη που διαρκεί πάνω από 6 μήνες) είτε χρόνιες (λοίμωξη που διαρκεί πάνω από 6 μήνες). Μετά από οξεία λοίμωξη, ο οργανισμός προσπαθεί να πολεμήσει τον ιό. Αν τα καταφέρει, το μεγαλύτερο τμήμα του ήπατος επανέρχεται στο φυσιολογικό. Στη χρόνια ηπατίτιδα C, όμως, ο ιός παραμένει στον οργανισμό, και μπορεί είτε να παραμείνει ανενεργός για κάποιο διάστημα είτε να συνεχίσει να πολλαπλασιάζεται καταστρέφοντας το ήπαρ. Υπάρχει εμβόλιο για την ηπατίτιδα Β, αλλά όχι για την C.
Τρόποι μετάδοσης της ηπατίτιδας C
Ο ιός της ηπατίτιδας C (ΗCV) μεταδίδεται κυρίως παρεντερικά, δηλαδή με επαφή του ατόμου με μολυσμένο αίμα ή παράγωγα αίματος. Συνήθεις τρόποι διασποράς της λοίμωξης με Η C V είναι:
Χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών
Είναι σήμερα η κύρια οδός μετάδοσης της C. Υπολογίζεται ότι το 80% των ενεργών ή πρώην χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών έχουν ηπατίτιδα C.
Μετάγγιση αίματος ή παραγώγων του κατά το παρελθόν (πριν από το 1990)
Οι μεταγγίσεις αίματος θεωρούνται σήμερα ασφαλείς, αλλά όλα τα άτομα που είχαν λάβει μεταγγίσεις πριν από το 1992, θα πρέπει να ελέγχονται, γιατί υπάρχει υψηλή πιθανότητα να έχουν μολυνθεί με ηπατίτιδα C.
Αιμοκάθαρση (τεχνητός νεφρός)
Η πιθανότητα μετάδοσης της C, στις μονάδες τεχνητού νεφρού έχει ελαττωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, το ποσοστό μετάδοσης στην Ελλάδα και διεθνώς είναι γενικά υψηλό. Κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 15% και 60%.
Μεταμόσχευση μολυσμένου οργάνου κατά το παρελθόν (πριν από το 1992)
Οι μεταμοσχεύσεις οργάνων σήμερα θεωρούνται απολύτως ασφαλείς.
Γενετήσια (σεξουαλική) μετάδοση
Μόλις το 2-4% των σταθερών ερωτικών συντρόφων ασθενών με HCV λοίμωξη, αποδεικνύεται ότι έχουν μολυνθεί από τον ιό. Η πιθανότητα μετάδοσης HCV σε σταθερά μονογαμικά ετεροφυλικά ζευγάρια είναι μικρότερη από 1% τον χρόνο, αλλά αυξάνει αρκετά σε άτομα με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους ή με ομοφυλοφιλικές επαφές.
Κάθετη μετάδοση (από μητέρα σε παιδί)
Μετάδοση της ηπατίτιδας C από θετική μητέρα σε νεογέννητο θεωρείται ότι συμβαίνει περίπου σε 2-7%. Η πιθανότητα μετάδοσης στο νεογνό αυξάνεται σε 20% όταν πρόκειται για μητέρες που έχουν και λοίμωξη με τον ιό του AIDS.
Άγνωστος τρόπος μετάδοσης
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σημαντικό ποσοστό (30-40%) των ασθενών με HCV λοίμωξη, δεν αποκαλύπτεται ποτέ έκθεση σε παράγοντα κινδύνου.
Ηπατίτιδα Β, C και μόνιμο μακιγιάζ
Είναι δυνατή η μετάδοση της ηπατίτιδας Β ή C τόσο στους παρόχους υπηρεσιών (δερμογραφιστές, tattoo makers κ.ά.) όσο και στους πελάτες, αν δεν τηρούνται οι στοιχειώδεις κανόνες πρόληψης, απολύμανσης και αποστείρωσης. Η μετάδοση μπορεί να γίνει μέσω εργαλείων και αιχμηρών οργάνων μολυσμένων από αίμα ή παράγωγα αίματος (πχ ενέσεις, τατουάζ, τρύπημα σημείων του σώματος).
Σε περίπτωση τραυματισμού των δερμογραφιστών, επιβάλλεται άμεσο πλύσιμο και απολύμανση της περιοχής και, εν συνεχεία, ερώτηση (αν δεν έχει ήδη γίνει λήψη ιστορικού) προς τον πελάτη, αν πάσχει από μεταδοτικό νόσημα. Αν πάσχει από ηπατίτιδα Β, πρέπει εντός 24 ωρών να γίνει υ υπεράνοσος γ-σφαιρίνη. Το συγκεκριμένο σκεύασμα παρασκευάζεται από μείγμα πλάσματος ατόμων που αναρρώνουν από τη νόσο, εναντίον της οποίας στρέφονται ή έχουν ανοσοποιηθεί πρόσφατα με το σχετικό εμβόλιο. Η χορήγηση γ-σφαιρίνης με υψηλό τίτλο αντισωμάτων αντί- ΗΒs (ανοσοσφαιρίνη ηπατίτιδας Β), μετά την έκθεση στον ιό, παρέχει περιορισμένη προστασία. Ο εμβολιασμός των ομάδων υψηλού κινδύνου για λοίμωξη από τον HΒV, όπως και των εργαζομένων στον τομέα υγείας, είναι επιβεβλημένος.
Η πιθανότητα μετάδοσης της ηπατίτιδας C είναι μικρή. Το τρύπημα με μολυσμένη βελόνα ή μολυσμένο εργαλείο έχει μικρή πιθανότητα να μεταδώσει τον ιό, περίπου 2-10%. Για τη μετάδοση της ηπατίτιδας C, απαιτείται μεγάλη ποσότητα ιού, και αυτό δεν είναι ευχερές λόγω των σχετικώς χαμηλών τίτλων ιαιμίας που χαρακτηρίζουν τη χρόνια λοίμωξη. Σε αυτό οφείλεται η περιορισμένη μεταδοτικότητα της νόσου σε νοσηλευτές μετά από τρύπημα με βελόνα.
Αν κάποιος μολυνθεί, στα αρχικά στάδια είναι πιθανόν να μην εκδηλωθούν συμπτώματα, αλλά μακροπρόθεσμα, και εφόσον δεν ακολουθηθεί η κατάλληλη αγωγή, η ηπατίτιδα C μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση και καρκίνο του ήπατος. Δυστυχώς, δεν υπάρχει εμβόλιο που να μας προστατεύει, και ο οργανισμός έχει την ικανότητα για αυτοΐαση μόνο στο 15% των περιπτώσεων.
Στο υπόλοιπο 85%, η έκθεση στον ιό είναι χρόνια. Η πρόληψη της νόσου μετά την έκθεση στον ιό έχει επιχειρηθεί με τη χορήγηση γ-σφαιρίνης, αλλά η αποτελεσματικότητα είναι αμφίβολη. Μελλοντικά, η προφύλαξη από τον ιό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την παρασκευή εμβολίου.
Η φαρμακευτική αγωγή που υπάρχει σήμερα για τη C, οδηγεί σε ίαση μέχρι και το 85% των ασθενών, ανάλογα με τον γονότυπο και τους υποτύπους του ιού. Το υπόλοιπο ποσοστό υποτροπιάζει μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Η κατανάλωση αλκοόλ και το μεταβολικό σύνδρομο (παχυσαρκία, διαβήτης, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία) επιβαρύνουν το ήπαρ, γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να διατηρούμε σε καλά επίπεδα το σωματικό βάρος μας και να ακολουθούμε υγιεινή διατροφή και ζωή. Η θεραπεία, που συνήθως διαρκεί από 3 έως 12 μήνες, αν και γενικά είναι αποτελεσματική, μπορεί να συνοδεύεται από σημαντικές παρενέργειες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στη διακοπή της.
Η άσκηση και η τακτική ιατρική παρακολούθηση θεωρούνται επιβεβλημένες ενέργειες από τη μεριά του ασθενή για την ορθή διαχείριση της θεραπείας του.